οἰωνός

οἰωνός
οἰωνός, ,
A a large bird, bird of prey,

οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες Od.16.216

; of the eagle,

Κρονίωνι . . φίλτατος οἰωνῶν Il.24.293

; called οἰωνῶν βασιλεύς by A.Ag.114 (lyr.), Pi.O.13.21, cf. Ar. Av.515 ;

ἀρχὸς οἰ. Pi.P.1.14

; mentioned as devouring carcasses, Il.1.5,22.335, cf. S.Ant.205,698, Aj.830 ;

οἰωνοὶ ὠμησταί Il.11.453

;

θῆρές τ' οἰωνοί τε Emp.21.11

,130.2 ; ὑπ' οἰωνῶν ταφέντα, of corpses devoured by carrion birds, A.Th.1025, cf. S.Ant.29 ; as an image of swiftness,

οἰωνοῖς ἅμ' ἕπονται Hes.Th.268

.
2 generally, birds, opp. beasts, S.Fr.941.11 ; so in οἰωνοκτόνος.
II a bird of omen or augury, Il.12.237, Od.15.532, Hes.Op.801 ;

τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνούς S.El.1059

(lyr.) ;

οὔτ' ἀπ' οἰωνῶν . . , οὔτ' ἐκ θεῶν του γνωτόν Id.OT395

, cf. 398 ;

οἰ. αἴσιοι X.Cyr.3.3.22

, cf. Il. 12.237, Plu.2.282d ; of augurs, καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνῶν, ἐπ' οἰωνοῖς καθῆσθαι, Id.Rom.22, Caes.47 ; οἱ ἐπ' οἰωνοῖς ἱερεῖς the augurs, Id.Ant. 5.
III omen, token, presage, drawn from these birds, Il.2.859, al., cf. E.Hipp.873 ; εἷς οἰ. ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης the one best omen is to fight for fatherland, Il.12.243 ; οἰ. ἀγαθοί good omens, Hes. Fr.134.11 ; δέκομαι τὸν οἰ. I accept the omen, hail it as auspicious, Hdt.9.91 ;

οὗτος οἰ. μέγας E.Or.788

;

δέδοικα . . τὸν οἰ. Ar.Eq.28

;

τοῦ ἔκπλου οἰ. ἐδόκει εἶναι Th.6.27

; οἰωνὸν θέσθαι or τίθεσθαι take as an omen, E.Ph.858, Pl.Alc.2.151b ;

εἰς οἰ. τίθεσθαι χρηστόν Plu.Luc.36

;

πρὸς οἰωνοῦ τ. Ath.1.13e

;

οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι Pl.Lg.702c

; δι' οἰωνοῦ λαμβάνειν, πρὸς οἰωνοῦ λαβεῖν, D.H.2.67,3.13 ;

οἰωνοῦ χάριν Pl.Mx. 249b

.
IV as Adj., or in apposition, οἰωνὸς θεά the bird goddess, Lyc.721. [First syll. short in S.El.1059 (lyr.).]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Οἰωνός — a large bird masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνός — a large bird masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — ο 1. στους αρχαίους, όρνιο, πτηνό, από το πέταγμα του οποίου ή τους κρωγμούς του μάντευαν το μέλλον. 2. σημάδι προφητικό. 3. κάθε σημείο από το οποίο γίνεται πρόγνωση για το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οἰωνοῖο — Οἰωνός a large bird masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοῖο — οἰωνός a large bird masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰωνοῖς — Οἰωνός a large bird masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοῖς — οἰωνός a large bird masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰωνοῖσι — Οἰωνός a large bird masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοῖσι — οἰωνός a large bird masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰωνοῖσιν — Οἰωνός a large bird masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”